- δάφνη
- (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας. Είναι μικρός θάμνος με ύψος μικρότερο του 1 μ., με λεπτά κλαδιά, λογχοειδή και προμήκη φύλλα, τα οποίαεμφανίζονται μετά τα άνθη. Τα τελευταία είναι μικρά, ρόδινα, εύοσμα, ανά 2-4 σε πλευρικές δέσμες, με χωνοειδές περιάνθιο και τέσσερις μυτερούς λοβούς. Ο καρπός είναι μικρή, κόκκινη δρύπη, άμισχος και δηλητηριώδης. Η δ. η κνέωρη αναπτύσσεται στα ξηρά, πετρώδη εδάφη της βόρειας Ηπείρου και ανθίζει την άνοιξη. Είναι φρύγανο, αειθαλές, ύψους έως 20 εκ. με μικρά, μακρουλά και σφηνοειδή φύλλα, και μικρά άνθη σε επάκριες δέσμες, χρώματος ροζ καρμινίου, ιδιαίτερα εύοσμα. Ο καρπός είναι μικρή δρύπη, αρχικά κιτρινωπή και στη συνέχεια ασπρόμαυρη. Η δ. η δαφνοειδής φύεται στα ορεινά δάση της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας. Είναι αειθαλής θάμνος, με λογχοειδή φύλλα, άμισχα κιτρινοπράσινωπα άνθη και καρπούς δρύπες, μελανές και γυαλιστερές. Ο φλοιός της έχει φαρμακευτικές ιδιότητες. Η δ. η ελαιοειδής είναι μικρός, αειθαλής θάμνος με χνουδωτά, καστανοκόκκινα κλαδιά, φύλλα και άνθη λευκά. Συναντάται σχεδόν σε όλα τα όρη της Ελλάδας και είναι γνωστή με την κοινή ονομασία χαμολη ή άλυκονουρά. Η δ. η γνίδια,γνωστή ως χολόχορτο ή χολοκούκι, συναντάται σε ξηρούς αμμώδεις θαμνότοπους όλης της Ελλάδας και έχει λευκά άνθη και κόκκινους ή μελανοκόκκινους καρπούς.
Το γένος δ. περιλαμβάνει περίπου 50 είδη στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Είναι χαμηλοί θάμνοι με ακέραια, συνήθως επαλλάσσοντα φύλλα και κόκκινα, λευκά, κιτρινωπά ή πρασινωπά άνθη με ωραίο άρωμα. Ο καρπός είναι σαρκώδης ή δερματώδης δρύπη με ένα σπέρμα. Πολλά από τα είδη του γένους δ. είναι τοξικά, ορισμένα χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική, ενώ άλλα καλλιεργούνται ως διακοσμητικά για το ωραίο τους φύλλωμα και τα αρωματικά τους άνθη.
Η άγρια δ.,που επιστημονικά ονομάζεται βιβούρνος,είναι θάμνος που φτάνει σε ύψος τα 3 μ., με λείες διακλαδώσεις, κατά τόπους τριχωτές. Έχει ωοειδή φύλλα, μήκους 5-8 εκ., βαθυπράσινα, γυαλιστερά, λεία στην πάνω επιφάνεια και χνουδωτά στις νευρώσεις της κάτω επιφάνειας. Ανθίζει από τον Μάιο έως τον Αύγουστο. Τα άνθη της είναι άσπρα, προς το ρόδινο χρώμα στην εξωτερική επιφάνεια, με ελαφρύ άρωμα, και σχηματίζουν ταξιανθίες διαμέτρου 5-8 εκ. Ο καρπός της είναι ωοειδής, μαύρος και ξηρός. Φυτρώνει σε θαμνώδεις περιοχές της βόρειας Ηπείρου και της Κέρκυρας, καθώς και σε άλλες περιοχές της μεσογειακής Ευρώπης.
Το γνωστότερο, ωστόσο, είδος δ. είναι η δ. η ευγενής ή δ. του Απόλλωνα, δέντρο αειθαλές, δίοικο ή πολύγαμο, της οικογένειας των λαουριδών, ενώ τα είδη που προαναφέρθηκαν ανήκουν σε διαφορετική οικογένεια. Έχει μέτριες διαστάσεις, ζωηρούς και όρθιους βλαστούς, και βαθυπράσινα, σχεδόν λογχοειδή, δερματώδη και αρωματικά φύλλα. Τα άνθη της είναι αρρενοθήλεα ή δίκλινα, εύοσμα, λευκοκίτρινα, σε μασχαλιαία μικρά σκιάδια και εμφανίζονται τον Απρίλιο και τον Μάιο. Ο καρπός της είναι δρύπη, ωοειδής, κυανομελανή, που θυμίζει κάπως καρπό αγριελιάς. Συναντάται αυτοφυής ή καλλιεργούμενη σε όλη την Ελλάδα. Είναι φυτό γνωστό από την ομηρική εποχή, ως ιερό δέντρο, αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Αποτελούσε σύμβολο της νίκης, της σοφίας και της ποίησης. Με φύλλα δ. στεφάνωναν οι αρχαίοι Έλληνες τους νικητές, τους φιλοσόφους και τους ποιητές. Η συμβολική χρήση της διατηρήθηκε στη χριστιανική Εκκλησία, η οποία διανέμει δάφνες αντί φοίνικες, στη γιορτή των Βαΐων (από εκεί προήλθε και η ονομασία βάγια). Τα αποξηραμένα φύλλα χρησιμοποιούνται ως άρτυμα στη μαγειρική (μαρινάτο, στιφάδο, φακές κλπ.), καθώς και στη συσκευασία ξηρών καρπών (σύκα, σταφίδες, δαμάσκηνα κλπ.). Είναι φαρμακευτικό φυτό και από τα φύλλα του εξάγεται αιθέριο έλαιο εξαιρετικής ποιότητας.
Η δ. η ευγενής πολλαπλασιάζεται με σπόρο και παραφυάδες. Είναι ανθεκτική στην ξηρασία, αλλά ευδοκιμεί στα γόνιμα και αρδευόμενα εδάφη. Στα πάρκα χρησιμοποιείται για τη σύνθεση πυκνών συστάδων ή για φράκτες που ψαλιδίζονται. Φυτεύεται στο έδαφος ή σε γλάστρα και, όταν ψαλιδιστεί, παίρνει διάφορα σχήματα (μπάλα, κώνος, κύβος κλπ.).
Υπάρχουν πολλές ποικιλίες δ. που χρησιμοποιούνται για διακοσμητικούς σκοπούς. Σπουδαιότερες είναι η ποικιλόφυλλη,με ποικιλόχρωμα φύλλα, η βασιλική,με πτυχωτά φύλλα και η ιτεόφυλλη,με στενά φύλλα σαν της ιτιάς.
Το είδος δάφνη η μεζέρεια απαντάται στα δάση της βορειοδυτικής Ελλάδας μέχρι τη Θεσσαλία.
* * *(AM δάφνη)1. το φυτό δάφνη η ευγενής (laurus nobilis)2. ονομασία διαφόρων ειδών της οικογένειας λαουρίδες ή δαφνίδες3. στεφάνι από φύλλα δάφνης, σύμβολο νίκης4. κλαδί δάφνης, σύμβολο των μαρτύρων της Εκκλησίαςνεοελλ.φρ.1. «έδρεψε δάφνες» — είχε επιτυχίες, διακρίθηκε2. «αναπαύεται στις δάφνες του» ή «επαναπαύεται επί τών δαφνών του» — μένει αδρανής, στηριγμένος σε παλαιότερες επιτυχίες του3. «πολεμικές δάφνες» — πολεμικά κατορθώματα, ανδραγαθήματααρχ.1. προφητική ή μαντική ικανότητα2. φρ. «πυθική δάφνη» — η μαντική δάφνη τού Απόλλωνος τών Δελφών.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακό τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. δάφνη μαρτυρείται με διάφορες μορφές (πρβλ. λάφνη, δαυχμός, δαύχνα), οι οποίες οφείλονται είτε στη θρησκευτική χρήση τής λέξεως είτε στο γεγονός ότι πρόκειται για δάνεια λ. Τη σχέση με το λατ. laurus πιστοποιεί η γλώσσα τού Ησυχίου «λάφνηδάφνη», όπου διαπιστώνεται εναλλαγή μεταξύ -λ- και -δ-γνωστή από τις δάνειες λέξεις και από τη Μυκηναϊκή (πρβλ. dapu2ritojo για τον λαβύρινθο)Ο τ. *δαύχνα απαντά μόνο σε σύνθετες λέξεις (πρβλ. Δαυχναφόριος, δαυχνοφόρος, αρχιδαυχναφορώ), ενώ στον επικό Νίκανδρο απαντά ο τ. δαυχμός και στον Ησύχιο (δαυχμόν«εύκαυστον ξύλον δάφνης»). Οι τύποι αυτοί συνδέθηκαν πιθ. παρετυμολογικά με το δαύκος*.ΠΑΡ. δάφνινος, δαφνίτης, δαφνίτις, δαφνωτόςαρχ.δαφναίος, δαφνήεις, δάφνιος, δαφνίςμσν.δαφνηρός, δαφνιακόςνεοελλ.δάφνι, δαφνί, δαφνιά, δαφνικός, δαφνούλα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δαφνέλαιο(ν), δαφνοειδής, δαφνόκοκκος (AM δαφνόκκοκον), δαφνοφόρος (Α δαφνηφόρος), δαφνώδης, δαφνών(ας)αρχ.δαφνηρεφής, δαφνηφάγος, δαφνογηθής, δαφνοκόμης, δαφνόκομος, δαφνοπώλης, δαφνόσκιοςμσν.- νεοελλ.δαφνόφυλλο νεοελλ. δαφνόδενδρο, δαφνοελιά, δαφνόκλαδο, δαφνοκούκκι, δαφνόκουκκο, δαφνοκούκουτσο, δαφνόλαδο, δαφνόμαζες, δαφνομαντεία, δαφνόστεγος, δαφνοστέφανο, δαφνοστεφανώνω, δαφνοστεφής, δαφνοστόλιστος, δαφνότοπος. (Β' συνθετικό) ροδοδάφνηαρχ.χαμαιδάφνηνεοελλ.αγριοδάφνη, αροδάφνη, μαυροδάφνη, πικροδάφνη, χαμοδάφνη].
Dictionary of Greek. 2013.